πάνδανος

πάνδανος
ο
βοτ. γένος δένδρων, θάμνων ή ποωδών φυτών τροπικών περιοχών τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Ωκεανίας, που ανήκει στην οικογένεια πανδανίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pandanus < μαλαισιακό pandan. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • Σοσιετέ, Ιλ ντε λα- — (Iles de la Societe). Στα ελληνικά, Νησιά της Εταιρείας. Αρχιπέλαγος του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, που αποτελείται από δεκαπέντε νησιά τα οποία είναι ευθυγραμμισμένα σ’ έναν άξονα ΔΒΔ ΑΝΑ και χωρίζονται σε δύο συστάδες: τα Υπήνεμα νησιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”