- πάνδανος
- οβοτ. γένος δένδρων, θάμνων ή ποωδών φυτών τροπικών περιοχών τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Ωκεανίας, που ανήκει στην οικογένεια πανδανίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pandanus < μαλαισιακό pandan. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.